καταιονητήρας

καταιονητήρας
ο
1. συσκευή καταιόνησης, κν. ντους
2. όργανο για την εκτέλεση υποκλυσμού ή πλύσεων μιας κοιλότητας τού σώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”